- φαλούς
- φαλόςwhitemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάλους — φάλος horn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONUS — apud Solin. c. 36. ubi de phoenice: Apud eosdem nascitur phoenix avis, aquilae magnitudine, capite honoratô in conum plumis exstantibus etc. idem quod apex. Proprie autem apex est galeae, seu im medio galeae pars eminens e ferro vel aere, quae ad … Hofmann J. Lexicon universale
GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… … Hofmann J. Lexicon universale
άφαλος — ἄφαλος, ον (Α) [φάλος] (περικεφαλαία) χωρίς φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα … Dictionary of Greek
αμφίφαλος — ἀμφίφαλος, ον (Α) (για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φάλος*] … Dictionary of Greek
τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< … Dictionary of Greek
τριφάληρος — ον, Α περικεφαλαία με τρεις φάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάληρος (< φάλος «εξάρτημα τής περικεφαλαίας» + παρέκταση ηρ ), βλ. λ. τετρα φάληρος] … Dictionary of Greek